-
1 εὐεστώ
A well-being, title of work by Democr. (of Happiness as the Supreme Good), prosperity,ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Hdt.1.85
;ἐν εὐ. φίλῃ A.Th. 187
, Ag. 929; χαίρουσαν εὐεστοῖ πόλιν ib. 647, cf. Call.Aet.4.1.7. -
2 ευεστω
См. также в других словарях:
ευεστώ — εὐεστώ, οῡς, ἡ (Α) 1. η καλή κατάσταση, ησυχία, ηρεμία, ευτυχία («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», Ηρόδ.) 2. τίτλος έργου τού Δημοκρίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εστώ (< εστί), δωρ. τ. τού ουσία] … Dictionary of Greek